- οἰκόπεδον
- -ου τό N 2 0-0-0-2-1=3 Ps 101(102),7; 108(109),10; Sir 49,13building site Ps 101(102),7; building Sir 49,13
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
οἰκόπεδον — site of a house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδοιν — οἰκόπεδον site of a house neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδοις — οἰκόπεδον site of a house neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδου — οἰκόπεδον site of a house neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδων — οἰκόπεδον site of a house neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδῳ — οἰκόπεδον site of a house neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκόπεδα — οἰκόπεδον site of a house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοπεδικός — ή, ό (Α οἰκοπεδικός, ή, όν) [οικόπεδον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικόπεδο (α. «οικοπεδική διένεξη» β. οἰκοπεδικὸς πῆχυς» μονάδα μήκους) … Dictionary of Greek
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek